ονομαστικώς

ονομαστικώς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ονομαστικώς" в других словарях:

  • ὀνομαστικῶς — ὀνομαστικός skilful at naming adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • ενωνύμως — ἐνωνύμως (Μ) επίρρ. ονομαστικώς, ένα ένα …   Dictionary of Greek

  • επίκληση — η (AM ἐπίκλησις) [επικαλώ] έκκληση για βοήθεια, παράκληση για συνδρομή με προσευχή, ικεσία, επίκληση τού ονόματος («ἐπίκλησις δαιμόνων», Δίων Κάσσ.) μσν. κατά τη θεία λειτουργία η αναφορά τού ονόματος τού προσώπου που τιμάται αρχ. 1. παρατσούκλι …   Dictionary of Greek

  • κλήδην — (Α) επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη (πρβλ. ἐ κλή θην, παθ. αόρ. τού καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē τής αρχικής δισύλλαβης ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • προσεννέπω — Α (ποιητ. τ.) 1. προσφωνώ, προσαγορεύω 2. χαιρετίζω («Χείρωνα προσέννεπε φωνᾷ», Πίνδ.) 3. ικετεύω, παρακαλώ 4. προτρέπω 5. φρ. «προσεννέπειν τινά τι» καλώ κάποιον με το όνομά του, ονομαστικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνέπω / ἐννέπω «διηγούμαι,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»